-
1 ἐπι-θεραπεύω
ἐπι-θεραπεύω, dabei dienen, willfährig sein, τὰ μέτρια, neben δουλεύειν, Thuc. 8, 84; – dabei sorgen, darauf bedacht sein, τὴν ἑαυτοῦ κάϑοδον Thuc. 8, 47; – hinterher heilen, eine Nachkur brauchen lassen, Geop.
См. также в других словарях:
επιθεραπεύω — ἐπιθεραπεύω (AM) εφορμόζω νέα, πρόσθετη θεραπεία αρχ. 1. εργάζομαι με ζήλο για έναν σκοπό («τὴν ἑαυτοῦ κάθοδον ἐς τήν πατρίδα ἐπιθεραπεύων», Θουκ.) 2. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον … Dictionary of Greek